- απραγματευτος
- ἀπραγμάτευτοςἀ-πραγμάτευτος21) не имеющий сношений с внешним миром, замкнутый
(χωρίον Polyb.)
2) неприступный(γῆ Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χωρίον Polyb.)
(γῆ Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απραγμάτευτος — ἀπραγμάτευτος, ον μσν. αυτός που αποκτιέται χωρίς κόπο, χωρίς φροντίδες αρχ. απρόσβλητος, απόρθητος … Dictionary of Greek
ἀπραγμάτευτος — impracticable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπραγματεύτως — ἀπραγμάτευτος impracticable adverbial ἀπραγμάτευτος impracticable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπραγμάτευτον — ἀπραγμάτευτος impracticable masc/fem acc sg ἀπραγμάτευτος impracticable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπραγματεύτους — ἀπραγμάτευτος impracticable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπραγμάτευτα — ἀπραγμάτευτος impracticable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπραγμάτευτον — ἀπραγμάτευτον , ἀπραγμάτευτος impracticable masc/fem acc sg ἀπραγμάτευτον , ἀπραγμάτευτος impracticable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԲԱԶՄԱՔՆԻՆ — ( ) NBH 1 418 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 13c ա. ԲԱԶՄԱՔՆԻՆ. Գրի եւ ԲԱԶՄԱՔՆՆԻՆ. ա. πολυπράγμων curiosus եւ բայիւ πολυπραγμονέω curiose perscrutor Բազմախոյզ. հետաքնին, հետաքրքիր. շատ պըրպտօղ. ... *Բազմաքննին միտք մարդկան ʼի խնդիր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)