απραγματευτος

απραγματευτος
    ἀπραγμάτευτος
    ἀ-πραγμάτευτος
    2
    1) не имеющий сношений с внешним миром, замкнутый
    

(χωρίον Polyb.)

    2) неприступный
    

(γῆ Diod.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απραγματευτος" в других словарях:

  • απραγμάτευτος — ἀπραγμάτευτος, ον μσν. αυτός που αποκτιέται χωρίς κόπο, χωρίς φροντίδες αρχ. απρόσβλητος, απόρθητος …   Dictionary of Greek

  • ἀπραγμάτευτος — impracticable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραγματεύτως — ἀπραγμάτευτος impracticable adverbial ἀπραγμάτευτος impracticable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραγμάτευτον — ἀπραγμάτευτος impracticable masc/fem acc sg ἀπραγμάτευτος impracticable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραγματεύτους — ἀπραγμάτευτος impracticable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπραγμάτευτα — ἀπραγμάτευτος impracticable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπραγμάτευτον — ἀπραγμάτευτον , ἀπραγμάτευτος impracticable masc/fem acc sg ἀπραγμάτευτον , ἀπραγμάτευτος impracticable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԲԱԶՄԱՔՆԻՆ — ( ) NBH 1 418 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 13c ա. ԲԱԶՄԱՔՆԻՆ. Գրի եւ ԲԱԶՄԱՔՆՆԻՆ. ա. πολυπράγμων curiosus եւ բայիւ πολυπραγμονέω curiose perscrutor Բազմախոյզ. հետաքնին, հետաքրքիր. շատ պըրպտօղ. ... *Բազմաքննին միտք մարդկան ʼի խնդիր …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»